- αναντιπροσώπευτος
- -η, -οαυτός που δεν αντιπροσωπεύεται ή δεν αντιπροσωπεύθηκε με εκπρόσωπο ή πληρεξούσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αντιπροσωπεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στην Αρχαιολογική Εφημερίδα Αθηνών].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.